ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

του Ιωάννη Δ. Κουζίου,

istorikoxronologio.blogspot.com

        Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 μ.Χ. ο μόνος θεσμός που έμεινε ζωντανός ήταν η Εκκλησία. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β στην απόφασή του να ανασυστήσει το οικουμενικό πατριαρχείο (δεδομένου ότι οι υπήκοοι  του ήταν στην πλειοψηφία τους ορθόδοξοι χριστιανοί), επέλεξε για τη χηρεύουσα θέση του οικουμενικού πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο. Ο Μωάμεθ απέδωσε στον Πατριάρχη πολιτικές αλλά και πνευματικές αρμοδιότητες, τα λεγόμενα «προνόμια». Οι λόγοι παραχώρησης των «προνομίων» ήταν κυρίως Α) Πολιτικοί: Ο Μωάμεθ με την παραχώρηση προνομίων προς τον Πατριάρχη του απέδωσε κύρος, εξουσία αλλά και ευθύνη για τις πράξεις των χριστιανών. Ταυτόχρονα όμως απέτρεψε την ένωση των εκκλησιών, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για έναν χριστιανικό συνασπισμό εναντίων των Οθωμανών. Β) Διοικητικοί: Οι Οθωμανοί δεν διέθεταν οργανωμένο διοικητικό μηχανισμό που θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί τις διοικητικές ανάγκες των υπέρτερων αριθμητικά υπόδουλων λαών. Γ) Θρησκευτικοί: Οι χριστιανοί περιλαμβάνονταν στην κατηγορία των Ζιμμί δηλαδή των μονοθεϊστικών θρησκειών των οποίων τα ιερά βιβλία ήταν αποδεκτά από το Ισλάμ. Ο ρόλος του Πατριάρχη ήταν πλέον διπλός. Ήταν ο εγγυητής της νομιμοφροσύνης  των ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απέναντι στο Σουλτάνο αλλά και ο κοσμικός ηγέτης τους, ο Εθνάρχης τους.

        Στα πλαίσια των κοσμικών αρμοδιοτήτων της εκκλησίας ήταν και η εκδίκαση  υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Η εκκλησία δηλαδή συνέχισε την απονομή δικαιοσύνης όπως έκανε και στη βυζαντινή εποχή, με βάση το εκκλησιαστικό  δίκαιο. Για την εκδίκαση των κοσμικών υποθέσεων χρησιμοποιούσε την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου. Σύμφωνα με τα κυρωτικά έγγραφα (βεράτια ) ο Πατριάρχης, οι Μητροπολίτες και οι Επίσκοποι ήταν αρμόδιοι για γάμους, διαζύγια, υιοθεσίες και επιτροπείες ανηλίκων. Επίσης το Πατριαρχείο διέθετε αστυνομία, υπόγεια φυλακή για τους ατάκτους και φρενοκομείο. Οι ποινές που συνήθως επέβαλε είχαν πνευματικό χαρακτήρα π.χ. αφορισμοί και επιτίμια. Οι Έλληνες προτιμούσαν να εκδικάζουν τις υποθέσεις τους περισσότερο στα εκκλησιαστικά δικαστήρια παρά στα τουρκικά κυρίως για λόγους  θρησκευτικούς, οικονομικούς αλλά και μειωμένης αμεροληψίας από τη πλευρά των Τούρκων. Υπό αυτή την έννοια τα χριστιανικά δικαστήρια συνέβαλαν  στην συσπείρωση των υπόδουλων αλλά και στην ανάπτυξη κοινής συνείδησης.

        Σημαντικό ήταν επίσης το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η Εκκλησία συντηρούσε  νοσοκομεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα και φρενοκομείο. Το νοσοκομείο του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη, το νοσοκομείο των Επτά Πύργων  το «Γραικικόν Νοσοκομείον» και το «Οσπιτάλιον των Γκεμιτζίδων» είναι από τα πιο γνωστά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Εκτός από τα ανωτέρω η Εκκλησία ίδρυσε και ενίσχυσε οικονομικά ανάλογα ιδρύματα και σε άλλες πόλεις π.χ. στη Σμύρνη, στην Ανδριανούπολη, στη Προύσσα. . Στα πλαίσια του φιλανθρωπικού της έργου η Εκκλησία αναλαμβάνει  την πρόνοια των ορφανών, των πτωχών, των απόρων κοριτσιών και των αρρώστων. Πραγματοποιεί εράνους υπέρ πασχόντων και αναλαμβάνει να ικανοποιήσει τις φορολογικές υποχρεώσεις  των οικονομικά αδύνατων. Ενώ παράλληλα φροντίζει και για την εξαγορά αιχμαλώτων  πχ. Ρώσο τουρκικός πόλεμος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι την ανύπαρκτη οθωμανική κρατική μέριμνα για τους χριστιανούς την υποκαθιστούσε η Εκκλησία.

        Στο θέμα της παιδείας η συμβολή της Εκκλησίας υπήρξε πολύ σημαντική, κυρίως κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Η Εκκλησία ήταν αυτή που διέσωσε  και διέδωσε την ελληνική γλώσσα μέσα από την υποτυπώδη παιδεία που παρείχε στους Έλληνες. Η εκκλησία μαζί με τις κοινότητες ήταν οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην διατήρηση της εθνική ταυτότητας και της κοινής εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, μέσα από την σύνδεση του με το ιστορικό του παρελθόν, στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς. Όπου χανόταν η θρησκευτική συνείδηση και η ελληνική γλώσσα  δυστυχώς χανόταν και ένα κομμάτι του ελληνισμού. Σημαντικότερος παράγοντάς διατήρησης της εθνικής συνείδησης ήταν η θρησκεία, όποιος γινόταν μουσουλμάνος ακόμα και να διατηρούσε την γλώσσα του, έχανε την εθνική του συνείδηση π.χ. οι Τουρκοκρητικοί ή οι  Βαλαάδες στην Μακεδονία, παρόλο που κράτησαν την γλώσσα τους έγιναν όλοι τούρκοι όταν άλλαξαν την πίστη τους.

        Κατά τα πρώτα δύσκολα χρόνια της δουλείας όταν και οι περισσότεροι λόγιοι είχαν καταφύγει στη Δύση, θα γίνουν ορισμένα καθοριστικά βήματα από την Εκκλησία. Το 1556  ο Πατριάρχης Ιωάσαφ μαζί με τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά θα ιδρύσουν το Πατριαρχικό Σχολείο που θα αποτελέσει και πρόδρομο της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Την ίδια περίοδο θα λειτουργήσει και η Σχολή των Φιλανθρωπινών  στα Ιωάννινα. Καθοριστικής όμως σημασίας είναι η απόφαση  του Πατριάρχη Ιερεμία Β και της τοπικής συνόδου το 1593. Η απόφαση προέτρεπε  τους κατά τόπους επισκόπους να υποστηρίξουν στις επαρχίες τους την παιδεία και την ίδρυση σχολείων. Αυτή είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζεται επίσημα το θέμα της παιδείας από την Εκκλησία. Η απόσταση όμως από την προτροπή έως την υλοποίηση είναι μεγάλη. Την περίοδο του 15ου-17ου αιώνα δεν γίνεται λόγος για ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαίδευση ήταν ακόμα υποτυπώδης. Η Οθωμανική εξουσία δεν είχε επίσημα απαγόρευση  την παιδεία, στη πράξη όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Σε άλλες περιοχές οι Τούρκοι διοικητές έδειχναν ανοχή (τις περισσότερες φορές με οικονομικά  ανταλλάγματα) και λειτουργούσαν τα λεγόμενα «κοινά σχολεία». Σε άλλες όμως υπήρξε δίωξη  της παιδείας από τους Οθωμανούς και τα μαθήματα γίνονταν στα κρυφά σχολεία, τα παιδιά μαζεύονταν κυρίως σε νάρθηκες ναών και μοναστηριών το απόγευμα ή το βράδυ μετά την ακολουθία του εσπερινού και διδάσκονταν από τον ιερέα ανάγνωση και γραφή μέσα από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας πχ. Ευαγγέλιο, Οκτωήχι, Ψαλτήρι, μάθαιναν επίσης για την ιστορία τους, την καταγωγή τους, για τους αρχαίους προγόνους τους, τούς μυθικούς ήρωες, τους βυζαντινούς αυτοκράτορες.

 Στην πανεπιστημιακή κοινότητα η ύπαρξη κρυφού σχολειού δεν γίνεται αποδεκτή με την αιτιολογία του εθνικού μύθου, καθώς επίσημα η παιδεία δεν διώκονταν από τους Οθωμανούς αλλά οι υπόδουλοι Έλληνες δεν φρόντιζαν οι ίδιοι για την εκπαίδευση των παιδιών τους διότι είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια για την  αποπληρωμή των φόρων. Ανάλογη είναι η γνώμη τους (εθνικοί μύθοι) και για άλλα σημαντικά ιστορικά γεγονότα όπως για παράδειγμα η ημερομηνία έναρξης της επανάστασης, η Αγία Λαύρα, το Ζάλογγο, κ.α. Όμως οι ιστορικές πηγές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη κρυφού σχολειού, όπως επιβεβαιώνουν και την ημερομηνία έναρξης της επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821. Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν δια την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα…Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτικά από τους Τούρκους».

Τους επόμενους αιώνες 17ος-18ος θα μπουν τα θεμέλια για τη πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού.  Η Εκκλησία και αυτή τη περίοδο συντονίζει  την εκπαίδευση και φροντίζει για τη στελέχωσή της με μορφωμένους κληρικούς. Ιδρύονται σχολεία π.χ. Αθωνιάδα Σχολή, Σχολή Ιωαννίνων, Δημητσάνα κ.α. Εκδίδονται βιβλία και καταρτίζεται πρόγραμμα σπουδών με βάση την εκκλησιαστική και αρχαιοελληνική φιλολογία. Από το τέλος του 18ου αιώνα έως την επανάσταση του 1821 η εκπαίδευση θα περάσει στα χέρια προοδευτικών ανθρώπων. Έμποροι και ναυτικοί κυρίως θα μεταφέρουν από τη Δύση τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα με αποτέλεσμα η εκπαίδευση να φθάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο για την εποχή της. Πάλι όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για εκπαίδευση όλων των ελληνοπαίδων. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών δεν μπορούν να μορφωθούν είτε γιατί τα σχολεία βρίσκονται μακριά από τους τόπους διαμονής τους, είτε για οικονομικούς λόγους καθώς τα βιβλία την εποχή εκείνη ήταν πολύ ακριβά και λίγα σε αριθμό. 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος Α., 2015. «Η διατήρηση της εθνικής συνειδήσεως των υπόδουλων ορθόδοξων λαών», στο  Η οργάνωση του Γένους υπό τους Τούρκους και η επιβίωσή του,  Ο Ελληνισμός υπο ξένη κυριαρχία, Τουρκοκρατία Λατινοκρατία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.23, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα.

Καργάκος Σ., 2007. «Οι λόγοι παραχωρήσεως των προνομίων», στο Μαθήματα Νεώτερης Ιστορίας, τ. Α, εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα.

            Κεκαυμένος Γ. 2012. Το κρυφό σχολειό. Το χρονικό μιας ιστορίας. Αθήνα.

            Κούτουλα–Κυρκίνη Α. 2001.«Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Ελλήνων κατά τη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας». Στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι. τ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. Πάτρα.

            Παπασταματίου Δ.– Κοτζαγιώργης Φ. 2015. «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού στα χρόνια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας» Στο Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/4721.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο