ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΒΙΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Η χριστιανική εκκλησία άσκησε μεγάλη επίδραση στους πιστούς από τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πνευματική αυτή δύναμη μετά την πάροδο αρκετών αιώνων, την μείωση του κρατικού γοήτρου από τους εξωτερικούς εχθρούς και τις εσωτερικές διαμάχες, κατάφερε να καταξιωθεί σε σημαντικό φορέα πολιτικής ισχύος. Επίσης η εκκλησία χάρη στην κρατική προστασία αλλά και στις χορηγίες πολιτείας και ιδιωτών κατέστη σύντομα ένας σημαντικός οικονομικός οργανισμός.  Ιδρύονται νέες μονές και οι παλαιότερες ενισχύονται οικονομικά, μέσα από την μορφή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Σε αντιστάθμισμα η εκκλησία γίνεται ο αποκλειστικός φορέας της κοινωνικής πρόνοιας. Κύριο μέλημα  της εκκλησίας και βασικός της σκοπός ήταν φροντίδα των αδυνάτων και των απόρων. Η εκκλησία ιδρύει ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, λεπροκομεία, γηροκομεία, που διοικούνται από κληρικούς ή μοναχούς, μέσα στα οποία πραγματοποιεί το φιλανθρωπικό της έργο. Στην Ιουστινιάνεια εκκλησιαστική νομοθεσία γίνεται σαφή αναφορά στα καθήκοντα του «πτωχοτρόφου», του «βρεφοτρόφου», του «ξενοδόχου», ως διευθυντών των αντίστοιχων ιδρυμάτων. Όλα αυτά τα ιδρύματα συντηρούνταν από την εκκλησιαστική περιουσία αλλά και από τις δωρεές ιδιωτών. Ονομαστά ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη ήταν το «Ξενοδοχείο του Σαμψών»  και το «Λωβοτομείον των Ζωτικών».

Υπεύθυνοι για το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας στις επαρχίες τους ήταν οι επίσκοποι. Οι ανώτεροι δηλαδή εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι στις περιοχές τις δικαιοδοσίας τους. Ο ρόλος  τους ήταν σημαντικός γιατί εκτός από τη πνευματική καθοδήγηση των πιστών έπρεπε να καταπολεμούν τις αιρέσεις διασφαλίζοντας την κυριαρχία της ορθοδοξίας, αλλά και να εφαρμόζουν τον εκκλησιαστικό νόμο. Ορισμένοι μάλιστα επίσκοποι με βαθύ ανθρωπισμό και αίσθημα ευθύνης ανέλαβαν την προάσπιση των αδύνατων και των φτωχών με την χρηματοδότηση και κατασκευή ανάλογων ευαγών ιδρυμάτων. Αρχιεπίσκοποι  όπως ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, προχώρησ πέρα από τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού λειτουργού, δεν δίστασε να στηλιτεύσει με τους πύρινους λόγους του, τις αυτοκρατορικές σπατάλες, τον έκκλητο και αντιχριστιανικό  βίο πολιτικών και εκκλησιαστικών λειτουργών, να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των πτωχών και αδυνάτων, με συνέπεια την εξορία και τον θάνατο του. Με τους ανωτέρω τρόπους η εκκλησία αποκτά αίγλη, δύναμη και οι ευσεβείς πιστοί την αντιλαμβάνονται ως μια δύναμη που βρίσκεται ενεργά στο πλευρό τους.

            Ο Μ. Κωνσταντίνος αναγνωρίζοντας το ρόλο των επισκόπων τους εκχώρησε το δικαίωμα να δικάζουν  υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου «audentia episcopalis». Επίσης ασκούσαν και την προεδρία στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Από τον 13ο αιώνα και μετά οι αρμοδιότητες  των εκκλησιαστικών δικαστηρίων είχαν επεκταθεί και ρόλος τους στην απονομή δικαιοσύνης είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερος. Οι επίσκοποι είχαν επίσης το δικαίωμα της παρρησίας,  μπορούσαν να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους προς τους κρατικούς αξιωματούχους για να προασπίσουν τα συμφέροντα των πιστών είτε να στηλιτεύσουν πράξεις που παράβαιναν τις ορθόδοξες αρχές. Η γνώμη  τους είχε βαρύνουσα σημασία λόγω της θέσης τους αλλά και της μεγάλης περιουσίας που διαχειρίζονταν.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ  ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Κατά τη βυζαντινή εποχή οι αυτοκράτορες προέβαιναν συχνά σε νομοθετικές ρυθμίσεις, που στόχο είχαν τον έλεγχο των δικαστικών λειτουργών, την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και τη ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων. Παρόλα όμως αυτά τα μέτρα η διαφθορά  ανάμεσα στους δικαστικούς κύκλους παρέμενε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εκκλησία  σταδιακά να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην απονομή της δικαιοσύνης. Επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού έδειχνε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα επισκοπικά δικαστήρια  από ότι στα τακτικά εξαιτίας τις δωροδοκίας των δικαστών. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η Εκκλησία απέκτησε δικαστικές αρμοδιότητες, οι οποίες από το 13ο αιώνα και μετά έγιναν μεγαλύτερες.

Καθήκον επίσης της Εκκλησίας και πρωταρχικός της σκοπός ήταν η κοινωνική πρόνοια. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε αναλάβει αυτό το μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, έτσι επίσης όριζαν και οι κανόνες  της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Ταυτόχρονα η Εκκλησία διέθετε και μια τεράστια περιουσία  που της επέτρεπε να ασκεί το κοινωνικό της έργο. Η Εκκλησία ήταν πρωτοπόρος σε αυτό το έργο και το κράτος ακολουθούσε. Με τη κοινωνική της προσφορά η Εκκλησία έκανε πράξη τη χριστιανική αρχή της φιλανθρωπίας προς όλους τους ενδεείς ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία και γλώσσα.

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση για την κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας κατά τη Βυζαντινή μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:  Η Εκκλησία κατά τη βυζαντινή εποχή πιστή στο καθήκον της και τις χριστιανικές αρχές ανέλαβε το μεγάλο έργο της κοινωνικής πρόνοιας. Με τον μεγάλο πλούτο που διέθετε ίδρυσε και συντήρησε φιλανθρωπικά ιδρύματα και νοσοκομεία, ανέλαβε τη πρόνοια πτωχών, ορφανών και απόρων στέκοντας έτσι πολύτιμος αρωγός στον πάσχων άνθρωπο. Παράλληλα ανέλαβε και το έργο της απονομής δικαιοσύνης δικάζοντας κυρίως υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ευθυμιάδης Σ. 2001.« Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος». Στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι. τ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα.

Haldon J.F. 2007. Βυζάντιο. Μια Ιστορία. Μτφρ. Σ. Σφυρόερα. Αθήνα.

Χριστοφιλοπούλου Αικ. 2015.  «Η εκκλησία», Πολιτεία-κοινωνία-οικονομία κατά τη πρώιμη βυζαντινή περίοδο 324-610, Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Βυζαντινός ελληνισμός- Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι. Τ.18β. Αθήνα.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο