ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗΣ ΤΟ 1914.
Του Ιωάννη Κουζίου,
Πολιτισμολόγου,
Istorikoxronologio. Facebook
Istorikoxronologio.blogspot.com
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 η Ελλάδα με τις στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες της κατάφερε να διπλασιάσει τα εδάφη της ενσωματώνοντας τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου, (εκτός από τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν υπο Ιταλική Κατοχή),στην επικράτεια της αλλά και μεγάλο αριθμό αλύτρωτων αδελφών, διπλασιάζοντας έτσι τόσο την γεωγραφική της έκταση όσο και τον πληθυσμό της. Όμως το νέο εδαφικό καθεστώς δημιουργούσε προβλήματα στον καθορισμό των συνόρων και εγκυμονούσε κινδύνους στις σχέσεις της Ελλάδας με τους ηττημένους των Βαλκανικών πολέμων την Τουρκία και την Βουλγαρία. Την αποτροπή μιας ακόμη βαλκανικής σύρραξης ανέλαβαν να περιορίσουν οι Μ. Δυνάμεις δια της διπλωματικής οδού.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ, Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ
Στις 17 Μάϊου 1913, υπογράφηκε στο Λονδίνο η ομώνυμη Συνθήκη με την οποία έληξε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Βαλκανικών συμμάχων (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβία και Μαυροβούνιο). Με τη Συνθήκη κατοχυρώθηκαν στους Βαλκανικούς συμμάχους όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά από την γραμμή Αίνου-Μηδείας και η Κρήτη[1]. Όσον αφορά την Ελλάδα, η Συνθήκη άφηνε άλυτα σημαντικά ελληνικά ζητήματα που αφορούσαν την Βόρεια Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και την χερσόνησο του Άθω. Συγκεκριμένα το άρθρο 5 ανέθετε στις έξι Μ. Δυνάμεις που συμμετείχαν στην Διάσκεψη του Λονδίνου να διαχειριστούν την τύχη των νησιών του Αιγαίου και του Αγ. Όρους[2]. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών το 1913 παρέμεναν εχθρικές καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία αρνούνταν να παραχωρήσει, τα απελευθερωμένα από τις ελληνικές δυνάμεις, νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου στον έλεγχο της Ελλάδας. Στις 14 Νοεμβρίου 1913 υπογράφεται μεταξύ του Ελληνικού Βασιλείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Συνθήκη των Αθηνών, η οποία προέβλεπε τον τερματισμό των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο χωρών και την παραχώρηση Μακεδονίας-Ηπείρου στην Ελλάδα. Όσον αφορά τα νησιά του Αιγαίου οι δύο χώρες συμφώνησαν το ζήτημα να καθοριστεί σύμφωνα με την Συνθήκη του Λονδίνου[3]. Τελικά στις 13 Φεβρουαρίου 1914 επικυρώθηκε από τις Μ. Δυνάμεις το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, σύμφωνα με το οποίο επιδικάζονταν στην Ελλάδα όλα τα νησιά του Αιγαίου με αντάλλαγμα την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Βόρεια Ήπειρο[4].
Ωστόσο παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, συμμορφώθηκε αμέσως με τις αποφάσεις του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας και απέσυρε τον ελληνικό στρατό από την Β. Ήπειρο, ο Σουλτάνος αρνούνταν πεισματικά να εκχωρήσει τα νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, θεωρώντας τα ως αναπόσπαστο τμήμα των ασιατικών κατακτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, απορρίπτοντας έτσι την διπλωματική διακοίνωση των Μ. Δυνάμεων[5]. Η Τουρκία προχώρησε ένα ακόμα βήμα παραπέρα, απειλώντας ευθέως την Ελλάδα με πόλεμο εάν η τελευταία δεν της παραχωρούσε οικειοθελώς την Χίο και την Μυτιλήνη. Παράλληλα την ίδια περίοδο το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων προέβαινε σε οργανωμένες διώξεις και εγκληματικές ενέργειες εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και των Μικρασιατικών ακτών με σκοπό την τουρκοποίηση των εδαφών και τον εξαναγκασμό της Ελλάδας να παραχωρήσει τα νησιά του Αιγαίου[6]. Οι Μ. Δυνάμεις από την πλευρά τους όχι μόνο δεν στήριζαν την Ελλάδα αλλά συμβούλευαν τον Βενιζέλο να πραγματοποιήσει παραχωρήσεις υπέρ της Τουρκίας και να ακολουθήσει πολιτική συμβιβασμού[7]. Επίσης οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι της Ελλάδας δεν ήταν διατεθειμένοι να εμπλακούν σε έναν ακόμα πόλεμο για το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και των τουρκικής βίας στους ελληνικούς πληθυσμούς[8].
ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η Τουρκία με σκοπό της κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου και την επιβολή των θελήσεων της προχώρησε στην αναβάθμιση του ναυτικού της αγοράζοντας από την Αγγλία ένα ντρέτνοτ το «Ρεσαντιέ», με εκτόπισμα 23.000 τόνων και σύγχρονο εξοπλισμό, συντριπτικά ισχυρότερο από το θρυλικό «Αβέρωφ». Επίσης στις 10 Δεκεμβρίου 1913 ανακοινώθηκε ότι η Τουρκία προχώρησε στην αγορά ενός δεύτερου θωρηκτού από την Βραζιλία, το «Σουλτάνος Οσμάν», αποκτώντας έτσι ναυτική υπεροπλία έναντι της Ελλάδας[9]. Όταν έγιναν γνωστά στην Ελλάδα τα νέα, προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή. Ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς που τότε (1913), εκτελούσε χρέη υπασπιστή του Γενικού Επιτελείου, αντιλαμβανόμενος τους επερχόμενους κινδύνους, ήρθε σε συνομιλία του με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, του επεσήμανε την ανάγκη αποκτήσεως θωρηκτών, διότι σε περίπτωση που η Τουρκία είχε την ναυτική υπεροπλία δεν θα περιοριζόταν μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά ίσως προχωρούσε και στην Μακεδονία, στην οποία του τόνισε, δεν θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε έγκαιρα τις δυνάμεις μας , εξαιτίας των μη επαρκών συγκοινωνιών. Τα υποβρύχια πάλι, δεν είναι σε θέση να μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις, να καλύψουν αποβατικές ενέργειες και να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα νησιά.
Ο Βασιλιάς αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης υποσχέθηκε να μιλήσει με τον Βενιζέλο έτσι ώστε ο Πρωθυπουργός, να λύσει γρήγορα το ζήτημα της αγοράς θωρηκτών. Ακολούθως ο Μεταξάς ήρθε σε συνομιλίες με αξιωματικούς της Αγγλικής αποστολής (συμπεριλαμβανομένου του ναυάρχου Κάρρ),στους οποίους εξέθεσε τον προβληματισμό του σχετικά με την αδυναμία των υποβρυχίων να μεταφέρουν στρατό σε περίπτωση πολέμου, οι οποίοι παραδέχθηκαν ότι αυτό δεν το είχαν προβλέψει[10]. Ο Μεταξάς επισκέφθηκε επανειλημμένως τον Βενιζέλο στον οποίο εξέθεσε όσα είχε πει και στον Βασιλιά. Ουσιαστικά υποστήριξε ο Μεταξάς: «… Η Ελλάς μη δυνάμενη να παρατάξη τον στρατόν της εν Μακεδονία θα καταστή άμαχος[11] ». Ο Βενιζέλος από την άλλη πλευρά παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του Μεταξά, για τον επερχόμενο κίνδυνο, υποτίμησε τις εξελίξεις και καθυστέρησε να εξοπλίσει το ναυτικό. Την τελευταία στιγμή και ενώ πλησίαζε η ημερομηνία παράδοσης των πλοίων στην Τουρκία, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και έσπευσε ασμένως να αγοράσει μετα βίας και σε πολύ υψηλή τιμή δυο Αμερικανικά θωρηκτά που ονομάστηκαν «Λήμνος» και «Κιλκίς», τα οποία όμως ήταν παλιάς τεχνολογίας, με μικρή δύναμη πυρός και δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν τις ισορροπίες στο Αιγαίο[12]. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η ναυτική πολιτική του Βενιζέλου ήταν περιορισμένη, καθώς το ελληνικό ναυτικό τελούσε υπό την διεύθυνση της Βρετανικής Αποστολής και του ναυάρχου Κάρρ, ο οποίος υποστήριζε την αγορά υποβρυχίων έναντι θωρηκτών[13].
ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΌ ΣΧΈΔΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ ΓΙΑ ΑΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΌ ΧΤΥΠΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Ο Μεταξάς, καθώς πλησίαζε ο χρόνος παράδοσης των δυο θωρηκτών στην Τουρκία και ο κίνδυνος ενός ελληνοτουρκικού πολέμου μεγάλωνε, σκέφθηκε να εισηγηθεί στον Βενιζέλο το σχέδιο να καταληφθεί προληπτικά η Τουρκία με ένα καίριο και αποφασιστικό χτύπημα. Ο Μεταξάς όπως ο ίδιος αναφέρει στο Ημερολόγιο, του δεν πίστευε ότι η Ελλάδα ήταν σε θέσει να εμπλακεί σε ένα γενικευμένο πόλεμο κατά της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, από τον οποίο θα έβγαινε κερδισμένη, αυτό άλλωστε πίστευε και για την Μικρασιατική Εκστρατεία[14]. Όμως μπροστά στον κίνδυνο του ολοκληρωτικού ολέθρου της χώρας, ήταν αναγκαία μια αιφνιδιαστική στρατιωτική επέμβαση κατά της Τουρκίας, με σκοπό να αναγκαστεί να δεχθεί τους όρους αναγνώρισης των νησιών στην Ελλάδα[15]. Τον Ιούνιο του 1914 ο Μεταξάς είχε μελετήσει, σχεδιάσει και εκπονήσει το σχέδιο εκπόρθησης των Δαρδανελίων, το οποίο μπορούσε να εφαρμοστεί από τον Μάιο του 1914, λαμβάνοντας υπόψιν όλους τους παράγοντες της επιχείρησης, δίχως την κήρυξη πολέμου στην Τουρκία[16]. Ουσιαστικά αυτό που πρότεινε ο Μεταξάς το 1914 στον Βενιζέλο ήταν η κατάληψη της Καλλίπολης με ένα αστραπιαίο πόλεμο.
Συγκεκριμένα το σχέδιο προέβλεπε σε καιρό ειρήνης την μυστική και αιφνιδιαστική μεταφορά τριών μεραρχιών από την Ελλάδα στα Στενά των Δαρδανελίων, με σκοπό να καταφέρουν ένα συντριπτικό χτύπημα κατά των απροετοίμαστων τούρκων[17]. Αξιωματικοί και οπλίτες από τα τρία σώματα στρατού θα σχημάτιζαν μια μεραρχία πλήρους σύνθεσης, με κατάλληλη προετοιμασία και εξοπλισμό, δίχως να κηρυχθεί επιστράτευση, έτσι ώστε να μην κινήσουν υποψίες στους Τούρκους.[18] Το σύνολο της εκστρατευτικής δύναμης περίπου 27.000 άνδρες ,θα επιβιβάζονταν σε επιταγμένα εμπορικά πλοία (ατμόπλοια) στον Πειραιά και στην Θεσσαλονίκη. Τα πλοία θα συγκεντρώνονταν στην Λήμνο και από εκεί θα αποβίβαζαν τις ελληνικές δυνάμεις στα Δαρδανέλια, οι οποίες θα αιφνιδίαζαν και θα συνέτριβαν τους αριθμητικά λιγότερους τούρκους, η δύναμη των οποίων δεν ξεπερνούσε τους 7.000 άνδρες διάσπαρτους σε όλη την χερσόνησο[19]. Ακολούθως οι ελληνικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν τα οχυρά των Στενών. Παράλληλα ο ελληνικός στόλος που θα χτυπούσε πρώτος, θα βύθιζε το σύνολο του τουρκικού στόλου που βρισκόταν στην περιοχή[20]. Στρατός και Στόλος θα προωθούνταν προς κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και συνεπώς η Τουρκία υπό το βάρος της απώλειας των Στενών και διατήρησης των κεκτημένων, θα δεχόταν έκον άκων τον συμβιβασμό που θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Με το σχέδιο του Μεταξά συμφωνούσαν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος , ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Β. Δούσμανης και ο υπουργός των ναυτικών Δεμερτζής.
Ο Μεταξάς ανέπτυξε το σχέδιο του στον Βενιζέλο αλλά ο Πρωθυπουργός που δυσπιστούσε ως προς την επιτυχία του, καθυστέρησε την εφαρμογή του και δυστυχώς έχασε την ευκαιρία να οδηγήσει την Τουρκία προ τετελεσμένων γεγονότων και να την αναγκάσει να δεχθεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων της Μ. Ασίας το πολιτικό σκηνικό άλλαξε και δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας αιφνιδιαστικής επέμβασης[21]. Μετά από τις πράξεις βίας των Τούρκων έναντι των Ελληνικών πληθυσμών και την άκαρπες προσπάθειες του Βενιζέλου να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία, τα πράγματα οδηγούνταν προς γενικευμένο πόλεμο. Ο Βενιζέλος στις 29 Μάϊου 1914, σε σύσκεψη με τους αρχηγούς του Γενικού Επιτελείου και υπό την πίεση των γεγονότων αποφάσισε αρχικά να πάει σε πόλεμο με την Τουρκία, εκφωνώντας μάλιστα, το απόγευμα της ίδια ημέρας στην Βουλή, απειλητικούς λόγους και αυστηρές προειδοποιήσεις προς την γείτονα χώρα[22]. Τελικά άλλαξε γνώμη και με διάφορες μεσολαβήσεις αποφάσισε να συναντηθεί στις Βρυξέλλες με τον Μεγάλο Βεζύρη Χαλίμ, με την πρόθεση να προβεί σε παραχωρήσεις στο καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, και την συμφωνία αμοιβαίας ανταλλαγής πληθυσμών[23]. Η έναρξη όμως του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πρόλαβε ευτυχώς τις παραχωρήσεις που ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Βενιζέλος προς την Τουρκία[24]. Έτσι άδοξα δεν πραγματοποιήθηκε το σχέδιο του Μεταξά για την κατάληψη της Καλλίπολης.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΑ ΣΤΑ ΔΑΡΔΑΝΕΛΙΑ
Ένα χρόνο όμως μετά, η εκστρατεία των Δαρδανελίων θα βρεθεί πάλι στο προσκήνιο και αυτή την φορά είναι ο Βενιζέλος που ζητά να συμμετέχει η Ελλάδα, στο πλευρό των συμμάχων. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η εκστρατεία των Δαρδανελίων ήταν η «χρυσή ευκαιρία» για τον Ελληνισμό. Όμως αυτό που επανειλημμένως έλεγε ο Μεταξάς το 1914, για αιφνιδιαστική κατάληψη της Καλλίπολης δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί το 1915,για τον απλούστατο λόγο ότι η Τουρκία σε συνεργασία με τους Γερμανούς και υπό την αρχηγία του Λιμαν Φον Σαντερς είχε οργανώσει την άμυνά της με τα επάκτια οχυρά της και την συγκέντρωση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων στην χερσόνησο[25]. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι είχε χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθώς οι σύμμαχοι από τον Οκτώβριο του 1914, είχαν προβεί σε βομβαρδισμούς εναντίον των οχυρών της χερσονήσου και οι τούρκοι είχαν προλάβει να λάβουν τα μέτρα τους. Ο Μεταξάς με προβλέψεις που αγγίζουν τα όρια της μεταφυσικής αναφέρει χαρακτηριστικά:« Η μέλλουσα να ενεργηθή αποβατική εκστρατεία -το μονο μεσο εκβιάσεως των Στενών- ήτο καταδικασμένη πλέον εις αποτυχίαν και ο αποβατικός στρατός εις καταστροφήν»[26].
Ο Βενιζέλος όμως εμμένοντας στην απόφασή του υπέβαλλε στον Βασιλιά στις 15 Φεβρουαρίου 1915, το σχέδιο του για έξοδο της Ελλάδας σε πόλεμο κατά της Τουρκίας, με αποβίβαση 40.000 ανδρών στην Καλλίπολη στο πλευρό των Συμμάχων[27]. Επίσης ο Βενιζέλος για να εξασφαλίσει την συνεργασία της Βουλγαρίας, ήταν διατεθειμένος να της παραχωρηθούν η Καβάλα, η Δράμα και η Χρυσούπολη[28]. Ο Μεταξάς διαφώνησε εντόνως με την απόφαση του Βενιζέλου και παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ακολούθως ο Βενιζέλος για να ενδυναμώσει την θέση του ζήτησε από τον Βασιλιά να συγκαλέσει Συμβούλιο Στέμματος. Συγκλείσθηκαν δυο Συμβούλια Στέμματος κατά τα οποία οι πολιτικοί αρχηγοί υποστήριξαν την απόφαση του Βενιζέλου για έξοδο της Ελλάδας σε πόλεμο, αλλά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος επηρεασμένος από τον Κάιζερ, από τις συγκρουόμενες πολιτικές των συμμάχων αλλά και από την αντίθεση της Ρωσίας για συμμέτοχή της Ελλάδας στις επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, αρνήθηκε να αποδεχθεί την απόφαση του Βενιζέλου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποβάλλει την παραίτησή του[29].
Τα αποτελέσματα της εκστρατείας είναι γνωστά ο συμμαχικός στρατός που αποβιβάστηκε στην Καλλίπολη υπέστη μια τεράστια καταστροφή. Οι σύμμαχοι σφαγιάστηκαν ανηλεώς από τους Τούρκους αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 300.000 νεκρούς, εκτός από τους τραυματίες. Εάν η Ελλάδα συμμετείχε στην εκστρατεία, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι στην θέση των σφαγιασθέντων συμμάχων θα βρισκόταν ο ελληνικός στρατός. Αυτή δυστυχώς ήταν η «χρυσή ευκαιρία» που χάθηκε στα Δαρδανέλια.
Το 1917 οι Άγγλοι εξέδωσαν την εκστρατεία των Δαρδανελίων σύμφωνα με τα επίσημα αγγλικά έγγραφα. Σύμφωνα με την έκθεση των Άγγλων κύριο αίτιο της αποτυχίας της εκστρατείας ήταν ότι χάθηκε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, το οποίο αποτελούσε μόνη εγγύηση της επιτυχίας[30]. Η ενέργεια έπρεπε να γίνει κεραυνοβόλος ή να μην γίνει ποσώς. Ότι δηλαδή ακριβώς υποστήριζε και ο Μεταξάς, ο οποίος δικαιώθηκε ακόμα μια φορά για τις στρατιωτικές του προβλέψεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λεονταρίτης Γ., «Η Διεθνής θέση της Ελλάδας τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από το 1913-1941, τ.Β, εκδ. Παραπολιτικά ΑΕ, Αθήνα 2015.
Μεταξάς Ι., «Τα Μεταξύ του Σεπτεμβρίου 1913 και της Εκρήξεως του Α Παγκοσμίου Πολέμου Μεσολαβήσαντα Γεγονότα», στο Προσωπικό Ημερολόγιο, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα.
Σβολόπουλος Κ., « Η Συνθήκη του Λονδίνου», στο Νεώτερος Ελληνισμός 1881-1913, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ,33Β, εκδ. Παραπολιτικά Α.Ε., Αθήνα 2015.
Στρατηγός Ξ., «Η ευκαιρία της εκπορθήσεως των Δαρδανελίων», στο Η Ελλάς εν Μικρά Ασία, ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΕΠΙΣΗΜΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΠΗΓΩΝ, τ.Α, εκδ. το Βήμα, Αθήνα 2022.
[1] Κ. Σβολόπουλος., « Η Συνθήκη του Λονδίνου», στο Νεώτερος Ελληνισμός 1881-1913, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ,33Β, εκδ. Παραπολιτικά Α.Ε., 2015, Αθήνα, σελ. 113.
[2] Κ. Σβολόπουλος., ό.π., σελ. 116.
[3] Γ. Λεονταρίτης., «Η Διεθνής θέση της Ελλάδας τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από το 1913-1941, τ.Β, εκδ. Παραπολιτικά ΑΕ, Αθήνα 2015, σελ. 12.
[4] Κ. Σβολόπουλος., ό.π., σελ. 136.
[5] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ. 13.
[6] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.14.
[7] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.14.
[8] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.14.
[9] Ι. Μεταξάς., «Τα Μεταξύ του Σεπτεμβρίου 1913 και της Εκρήξεως του Α Παγκοσμίου Πολέμου Μεσολαβήσαντα Γεγονότα», στο Προσωπικό Ημερολόγιο, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα, σελ. 227.
[10] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.231.
[11] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.231.
[13] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.231.
[14] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.239.
[15] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.295.
[16] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.241.
[17] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.299.
[18] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.303
[19] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.306.
[20] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.307.
[21]Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.241.
[22] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.244-245.
[23] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.249.
[24] Ι. Μεταξάς., ό.π., σελ.249.
[25] Ξ. Στρατηγός., «Η ευκαιρία της εκπορθήσεως των Δαρδανελίων», στο Η Ελλάς εν Μικρά Ασία, ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΕΠΙΣΗΜΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΠΗΓΩΝ, τ.Α, εκδ. το Βήμα, Αθήνα, 2022, σελ.71.
[26] Ξ. Στρατηγός., ό,π., σελ. 73.
[27] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.22.
[28] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.22.
[29] Γ. Λεονταρίτης., ό.π., σελ.22.
[30] Ξ. Στρατηγός., ό.π., σελ. 75.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου